ακοίτης — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ναύκληρος του τυρρηνικού πλοίου, που οι ναύτες του επιχείρησαν να απαγάγουν τον Διόνυσο, ενώ ταξίδευε προς τη Νάξο. Ο Α. αντιτάχθηκε στην πράξη αυτή και ο Διόνυσος τον πήρε κατόπιν στην ακολουθία του. Ο Πενθέας,… … Dictionary of Greek
ερωτοακατάκριτος — ἐρωτοακατάκριτος, η, ον (Μ) αυτός που δεν τόν έχει βασανίσει ο έρωτας. [ΕΤΥΜΟΛ. < έρως, ωτος + ακατάκριτος] … Dictionary of Greek
Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… … Dictionary of Greek
Ντοστογιέφσκι, Φιοντόρ Μιχαήλοβιτς — (Fyodor Mikhaylovich Dostoyevsky, Μόσχα 1821 – Αγία Πετρούπολη 1881). Ρώσος συγγραφέας. Μαζί με τον Τολστόι, ο Ν. είναι αντιπροσωπευτική σε μεγάλο βαθμό προσωπικότητα της εξαιρετικής εκείνης περιόδου που υπήρξε για τη Ρωσία το δεύτερο μισό του… … Dictionary of Greek
Ουγκάντα — Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Συνορεύει Β με το Σουδάν, Α με την Κένυα, Δ με τη Δημοκρατία του Κονγκό· Ν ορίζεται κατά μεγάλο μέρος από τη λίμνη της Βικτόριας και μόνο στο δυτικό τμήμα συνορεύει με την Τανζανία και με τη Ρουάντα.Η Ο. (η ονομασία … Dictionary of Greek
τρομοκρατώ — τρομοκράτησα, τρομοκρατήθηκα, τρομοκρατημένος 1. χρησιμοποιώ τρομοκρατικές μεθόδους, επικρατώ με την τρομοκρατία: Οι ληστές τρομοκρατούν τους ταξιδιώτες. 2. εμπνέω υπερβολικό φόβο σε κάποιον, τον κάνω να χάσει το θάρρος του: Τον τρομοκρατεί ότι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)